-
1 καθόσο(ν)
επίρρ.1) насколько;καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;
2) по мере того, как;καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;
3) потому что, так как;δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел
-
2 καθόσο(ν)
επίρρ.1) насколько;καθόσο(ν) εγώ ξέρω ( — или καθόσο(ν) γνωρίζω) — или καθόσο(ν) μου είναι γνωστόν — насколько мне известно;
2) по мере того, как;καθόσο(ν) ωριμάζουν οι συνθήκες — по мере того, как созревают условия;
3) потому что, так как;δεν ήλθα χτες καθόσο(ν) ήμουν άρρωστος — я не пришёл вчера, потому что заболел
-
3 προυπόθεση
[-ις (-εως)] η предпосылка, условие;δεν υπάρχουν οι απαραίτητες προυπόθεσείς — нет необходимых предпосылок, условий;
κάτω από ωρισμένες προυπόθεσείς — при определённых условиях;
με την προυπόθεση ότι... — при условии, что...;
ωριμάζουν οι προυπόθεσείς... — назревают условия, предпосылки;
βασική προυπόθεση γιά... — основная предпосылка для...
См. также в других словарях:
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek
αυτοεπικονίαση — Το φαινόμενο κατά το οποίο στο στίγμα του υπέρου ενός αρρενοθήλεος άνθους προσκολλάται γύρη από τους ανθήρες του ίδιου άνθους. Αυτή η μορφή γονιμοποίησης ονομάζεται και αυτογαμία και παρουσιάζει το βασικό μειονέκτημα ότι δεν εξασφαλίζει… … Dictionary of Greek
βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άπεπτος — η, ο (AM ἄπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος αρχ. 1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός 2. εκείνος που… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αγουρογίνομαι — 1. αναπτύσσομαι πρόωρα 2. λέγεται για τους καρπούς που ωριμάζουν μετά το κόψιμό τους από το δέντρο … Dictionary of Greek
ακρόδρυα — τα (Α ἀκρόδρυα) Ν και ακρόδυα 1. καρποί φυλλωδών φυτών, που όταν ωριμάζουν έχουν κέλυφος (αμύγδαλα, κάστανα κ.λπ.), σε αντίθεση με τις οπώρες 2. τα δέντρα που παράγουν αυτούς τους καρπούς, αλλά και γενικά κάθε οπωροφόρο αρχ. οι καρποί που… … Dictionary of Greek